Monday, December 21, 2009

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗ



Στο ερώτημα σχετικά με τον ορισμό για το τι είναι ποίηση, ο Παλαμάς είχε απαντήσει ότι «ποίηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά συμπύκνωση». Αν λοιπόν η ίδια η ποίηση εμπεριέχει τη λιτότητα, τη δωρικότητα και τη συμπύκνωση, ένας πρόλογος σε μια ποιητική παρουσίαση πρέπει αναμφίβολα να είναι σύντομος και περιεκτικός, γιατί αυτό που είναι αναγκαίο να μιλήσει είναι η ίδια η ποίηση.
Ήταν αναπάντεχη και εξαιρετικά ευχάριστη η έκπληξη, όταν πριν από μερικά χρόνια διάβασα την πρώτη ποιητική συλλογή της Χριστίνας. Η έκπληξη αυτή είχε ένα διττό χαρακτήρα. Ο πρώτος είχε να κάνει με την ίδια την ασχολία με την ποίηση. Ο δεύτερος με την εξαιρετική δυναμική του ποιητικού έργου. Διαβάζοντας τα ποιήματα της Χριστίνας η πρώτη αίσθηση που εισπράττεται είναι η αμεσότητα και η ειλικρίνειά τους. Αυτό όμως που δίνει στην πρώτη της συλλογή ξεχωριστό ενδιαφέρον και συνάμα δυναμική είναι ο σύγχρονος τρόπος γραφής με τον οποίο αποτυπώνονται εξαιρετικά σκέψεις, ανησυχίες, προβληματισμοί δημιουργώντας ένα υψηλού επιπέδου αισθητικό αποτέλεσμα.
Άδραξα λοιπόν την ευκαιρία σαν απλός αναγνώστης που έχει μπροστά του έναν δημιουργό, να τον ρωτήσω το κλασικό ερώτημα των αδαών περί της συγγραφής, δηλαδή «πως γράφει». Η απάντηση της Χριστίνας μου προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ανέφερε ότι δεν προετοιμάζει κανένα ποίημα από πριν και ότι αυτό προκύπτει ως κατακλυσμιαία έμπνευση της στιγμής, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προσχέδιο. Δίνεται λοιπόν η αρχική εντύπωση, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν συνειρμικό τρόπο γραφής, όπου σκέψεις, εικόνες και συναισθήματα πηγάζουν από το ασυνείδητο και αποτυπώνονται σχεδόν αυτόματα στο χαρτί, δημιουργώντας εν τέλει ένα ποιητικό αποτέλεσμα. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Η εν λόγω ποιητική συλλογή, σε συνέχεια της πρώτης αποδεικνύει ότι η ποίηση της Χριστίνας είναι καθαρά βιωματική. Η ποιήτρια αντιμετωπίζει τη δική της ζωή , την αγωνία της, τους φόβους της, τον προβληματισμό της, τις ζωές των άλλων, με το βλέμμα ενός ακούραστου και ευαίσθητου παρατηρητή. Με την απόχη των μοναδικών αυτών αισθητικών υποδοχέων που πάντα κάνουν ξεχωριστούς τους καλλιτέχνες, εγκλωβίζει κάθε ακριβό συναίσθημα, το κάνει σκέψη, προβληματισμό, αγωνία και τελικά με τρόπο ειλικρινή και καθαρό το μετουσιώνει σε τέχνη, έχοντας πετύχει δύο πράγματα: αρχικά τη δική της λύτρωση, καθώς η ίδια η ποίηση λειτουργεί καθαρτικά, λυτρωτικά και εξαγνιστικά και στη συνέχεια τη δημιουργία αισθήματος υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής απόλαυσης στον αναγνώστη.
Ένα δεύτερο ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι το «τι γράφει» η Χριστίνα, ποιος είναι δηλαδή ο βασικός πυλώνας του προβληματισμού της; Θυμάμαι δύο παλαιότερες συνεντεύξεις δύο κορυφαίων Ελλήνων δημιουργών, του σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλου και του συνθέτη Θ. Μικρούτσικου, που και οι δύο κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: ότι γυρίζουν συνεχώς την ίδια ταινία και γράφουν συνεχώς το ίδιο τραγούδι αντίστοιχα. Προσωπικά πιστεύω ότι η Χριστίνα κινείται σε παρόμοιο μοτίβο. Ο κεντρικός πυρήνας της θεματολογίας της ποίησης της έχει να κάνει με την έννοια του χρόνου και συγκεκριμένα με την τεράστια αξία της στιγμής. Ο ποιητής αναλογιζόμενος την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο διάβα του χρόνου, μπροστά στην ξεχωριστή μοναδικότητα της κάθε στιγμής, στέκεται με αγωνία μπροστά της. Αγωνία που πηγάζει ακριβώς από αυτή τη μοναδικότητα. Η βίωση μιας κορυφαίας προσωπικής στιγμής, μιας στιγμής έκστασης, πάθους, ή έκπληξης, προκαλεί αμέσως μετά ένα πολλές φορές δυσβάσταχτο συναίσθημα κενού ή ματαιότητας, καθώς η γνώση του χρόνου που κυλά αδυσώπητα και αποσυνθετικά είναι αναμφίβολα σκληρή. Η Χριστίνα στην προσπάθειά της να επιμηκύνει τον χρόνο μιλά για διεσταλμένη στιγμή, γνωρίζοντας όμως τη ματαιότητα και την ουτοπικότητα της προσπάθειας. Σε αυτό ακριβώς όμως το σημείο συνίσταται και η αληθινή αξία της ποίησης ή αν θέλετε της τέχνης γενικότερα. Μέσα από το στίχο, η στιγμή όχι μόνο διαστέλλεται, αλλά γίνεται τελικά αθάνατη. Και το σημαντικότερο, επειδή σε μεγάλο βαθμό τα ανθρώπινα βιώματα είναι κοινά εισπράττεται από τον αναγνώστη είτε ως θύμηση είτε ανάλογα ως ελπίδα.
Τι καινούργιο φέρνει η ποίηση της Χριστίνας; Το πρώτο που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε είναι ότι καταρρίπτει ένα μακροχρόνιο και άδικο στερεότυπο για τους ποιητές. Είναι γνωστό ότι τα στερεότυπα δημιουργούνται από την χωρίς σκέψη γενίκευση μιας μισής αλήθειας. Ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής κάποιων ποιητών έδωσε την εντύπωση ότι πρόκειται για απομονωμένες, μοναχικές και σε πολλές περιπτώσεις τραγικές προσωπικότητες. Η γνωστή εικόνα της «λάμπας του ποιητή» του Παλαμά, όπου δίνει την εντύπωση του μοναχικού και με συντροφιά τα βιβλία του ανθρώπου, η καταθλιπτικότητα των ιδανικών αυτόχειρων Καρυωτάκη και Λαπαθιώτη, η βαθιά μελαγχολία του ποιητή Μίνου Ζώτου που γράφει για αυτόν ο Ορέστης Λάσκος στο ποιήμα του μπάγκειον: «ο Μίνος Ζώτος ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα, κάποιο τραγούδι πένθιμο απαγγέλει με λυγμούς», η αυτοκαταστροφικότητα της Πολυδούρη ή και η τραγική αυτοκτονία ενός από τους πιο ευαίσθητους βαλκάνιους ποιητές του Πεϊο Ιάβοροφ συνέτειναν σε αυτήν την αντίληψη. Ως όρο για να την προλογήσω η Χριστίνα μου έθεσε να μην μιλήσω πολύ για την ίδια αλλά μόνο για την ποίησή της. Επειδή όμως οι όροι καμιά φορά τίθενται για να μην τηρούνται και από την άλλη η ζωή και το έργο, ιδίως για μας τους ψυχίατρους είναι άρρηκτα συνυφασμένα, αυτό που θα πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι η Χριστίνα γράφει ούσα απόλυτα κοινωνικοποιημένη, αγαπώντας τη δουλειά της και τα παιδιά στα οποία η δουλειά αυτή απευθύνεται, γράφει ως άνθρωπος της δράσης και της περιπέτειας.
Το δεύτερο και σημαντικότερο που μας κομίζει η Χριστίνα έχει να κάνει με την ίδια την ποίησή της. Δυστυχώς ή ευτυχώς οι καιροί που ζούμε δε χαρακτηρίζονται από την ηρωικότητά τους. Επομένως και η τέχνη έχει αφήσει από καιρό πίσω της στρατεύσεις και ηρωισμούς και έχει γίνει βιωματική και προσωπική. Έτσι, αδειανή από εντυπωσιασμούς και ιδεολογικά φορτία, καλείται να συγκινήσει, να προβληματίσει και να προκαλέσει αισθητικές ανατάσεις αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Και η ποίηση της Χριστίνας είναι βαθιά ανθρωποκεντρική.
Εν κατακλείδι, με τη δεύτερη ποιητική της συλλογή η Χριστίνα κατορθώνει αναμφίβολα να αφήσει το στίγμα της στη σύγχρονη εγχώρια ποιητική πραγματικότητα. Έχει διαμορφώσει το δικό της τρόπο γραφής, ο οποίος είναι όντως ελκυστικός, με αποτέλεσμα ένας έμπειρος αναγνώστης να αναγνωρίζει ότι αυτό το ποίημα είναι Πασχάλη από την πρώτη κιόλας ανάγνωση. Έχει κατακτήσει όμως μια θέση στον Ελληνικό ποιητικό Παρνασσό; Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο και ο μόνος που θα το αποδείξει αυτό είναι και ο βασικός της αντίζηλος στη ζωή και στην τέχνη: ο χρόνος. Της ευχόμαστε με την τέχνη της να κατακτήσει της απάτητες περιοχές της ψυχής της αλλά και το κοινό της. Αν το καταφέρει κανείς δε γνωρίζει. Άλλωστε, όπως είπε και ο ποιητής που κατέκτησε από την Αλεξάνδρεια ολόκληρο τον κόσμο: «οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γενόμενα, τα μέλλοντα τα κρίνουν οι Θεοί».