Friday, June 02, 2006

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Το, ίσως, πιο αδικημένο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού είναι η μυθολογία του. Οι μύθοι των αρχαίων προσπάθησαν να εξηγήσουν συμβολικά τα μεγάλα μυστήρια της ζωής, όπως τη γέννηση, τον έρωτα, τον πόνο, τη φιλία, την προδοσία, την ανδρεία, την εξουσία και το θάνατο. Μια ενδελεχής ανάλυση των ακραίων κάποτε ιστοριών των ηρώων, των ημίθεων και των θεών, δίνει πολλές φορές ενδιαφέρουσες εξηγήσεις σε απορίες για την ανθρώπινη και την κοινωνική συμπεριφορά. Δυστυχώς, η εφαρμογή των αυστηρών ηθικοπλαστικών κανόνων του παράξενου εννοιολογικού μίγματος, που ονομάζεται ελληνοχριστιανισμός, απώθησε την αρχαία μυθολογία από την συλλογική μνήμη. Ακόμα και σήμερα όμως, κάθε λαός και κάθε έθνος, για να μπορέσει να καλύψει κενά, λάθη και ανασφάλειες, δημιουργεί τους δικούς του μύθους. Οι μύθοι αυτοί, δημιουργούν τελικά στερεότυπα, τα οποία πολλές φορές αναφέρονται σε πραγματικότητες που δεν υπάρχουν, σε πραγματικότητες φανταστικές και εικονικές.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, οι μύθοι και τα στερεότυπα είναι περισσότερα και από τους άνεργους πτυχιούχους. Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό με τα υβριστικά συνθήματα των μελών της ΔΑΠ εναντίον του Γ. Παπανδρέου, θυμήθηκα μια φράση που αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους νεοελληνικούς μύθους: « Το επαναστατικό και προοδευτικό φοιτητικό κίνημα». Όπως δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, δεν υπάρχει και μύθος χωρίς αιτία. Η συγκλονιστική, θυσιαστική και μοναδική μαζική στη διάρκεια της δικτατορίας εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου και της Νομικής, προσέδωσε ιδιότητες στο φοιτητικό κίνημα που ποτέ δε δικαίωσε.
Το να ζητάς από νέους ανθρώπους να βρίσκονται σε μια διαρκώς επαναστατική και ανατρεπτική διάθεση είναι ουτοπικό. Να έχεις όμως την απαίτηση να φέρνουν νέες ιδέες και να αυξάνουν το κοινωνικό βηματισμό προς τα μπρος είναι απλώς αυτονόητο. Υπάρχουν όμως στα ελληνικά πανεπιστήμια οι συνθήκες εκείνες που βοηθούν την ανάπτυξη ιδεών, που προάγουν τη γνώση και την καινοτομία; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Οι γκρίζες αίθουσες και τα άθλια και βρώμικα αμφιθέατρα σε κάνουν να θες να σηκωθείς να φύγεις. Οι σχέσεις καθηγητών και φοιτητών είναι πολλές φορές ανύπαρκτες. Υπάρχουν στρατιές άριστων και επιμελών φοιτητών, που πέρασαν απαρατήρητοι από τους καθηγητές τους γιατί δεν ανήκαν σε κανέναν κομματικό φορέα, ή δεν ήταν παιδιά συναδέλφων τους. Η οικογενειοκρατία στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ίσως μια από τις απογοητευτικότερες καταστάσεις που μπορεί να συναντήσει κανείς νέος και φιλόδοξος άνθρωπος. Δεκάρια, μεταπτυχιακά και διδακτορικά μοιράζονται αφειδώς και χωρίς αιδώ σε συγγενείς και κομματικά ημέτερους. Από την άλλη, οι φοιτητικές παρατάξεις, που είναι ένα παραμορφωμένο συχνά αντικαθρέφτισμα των κομμάτων, διαγωνίζονται στο ποιος θα κάνει το καλύτερο πάρτυ, όταν οι αρχηγοί τους δεν συμμετέχουν σε διάφορες συναλλαγές με τους καθηγητές. Στους κόλπους τους δεν αναπτύσσεται τίποτα καινούργιο και απλώς αναμασώνται ιδεολογικά σχήματα άλλων εποχών. Η συνθηματολογία τους δεν είναι πολιτική αλλά αμιγώς χουλιγκάνικη (ο Βουλγαράκης πάντως ήταν καταπληκτικός στο ρόλο του Τσουκαλά, με μια καλή περούκα θα ήταν τέλειος). Αποκορύφωμα της κατάντιας του φοιτητικού κινήματος είναι βέβαια η παγκόσμια πατέντα της ανικανότητας εδώ και πολλά χρόνια να ανακοινώσει ένα και μοναδικό αποτέλεσμα στις εκλογές του. Αποτέλεσμα αυτού του νεοελληνικού πανεπιστημιακού καρακιτσαριού είναι η αποστασιοποίηση της πλειοψηφίας. Η αποστασιοποίηση γεννά αδιαφορία και η αδιαφορία συντηρητισμό.
Έτσι λοιπόν, το φοιτητικό κίνημα όχι απλά δεν είναι προοδευτικό, αλλά εύκολα θα χαρακτηριζόταν οπισθοδρομικό. Διάφορες δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει τελευταία, δείχνουν πως οι νέοι εμπιστεύονται περισσότερο από όλα τον στρατό και την εκκλησία. Η ιδεολογία της επταετίας φαίνεται πως εμπνέει και οδηγεί ακόμη. Φυσικά για αυτό δεν φταίνε σίγουρα οι νέοι. Αυτά ακούνε από τους γονείς, τους δάσκαλους και τους καθηγητές όταν τους κουνάνε το δάκτυλο για να τους διδάξουν «ηθικές αξίες» και με τέτοιες αντιλήψεις είναι εμποτισμένο το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Οι καθημερινές κορώνες των πολιτικών για διαφθορά, διαπλοκή, σκάνδαλα, σήψη, (αλήθεια, αυτούς δεν αφορούν;) δημιουργούν φοβικά και συνάμα απαξιωτικά συναισθήματα για την πολιτική, που καλώς ή κακώς παραμένει καθοριστικός χώρος δράσης και σκέψης. Αν προσθέσει κανείς στα παραπάνω και τον ιδιαίτερα προστατευτικό τρόπο ανατροφής των παιδιών στην ελληνική οικογένεια, την υψηλότατη ανεργία μεταξύ των νέων και την εν γένει ανασφάλεια για το μέλλον, που συχνά δεν ορίζεται από εμάς τους ίδιους, εύκολα ερμηνεύει την ανάπτυξη μηχανισμών οπισθοδρόμησης και συντήρησης.
Οι φοιτητές είναι το είδωλο στον καθρέφτη της κοινωνίας. Είναι το αποτέλεσμα της οικογένειας, της εκπαίδευσης και των καταπιεστικών αντιλήψεων του πάντοτε αντιδραστικού μέσου όρου. Το ανάθεμα δεν είναι για αυτούς, αλλά για μας. Και αν τον μύθο τους τον γκρέμισαν, εμείς πρέπει να τους δώσουμε τα υλικά για να τον ξαναχτίσουν. Μπορούμε;

Η ΚΑΡΑΜΑΝΛΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Το βράδυ της προηγούμενης Δευτέρας ήταν πράγματι απολαυστικό. Η δημοσιογράφος Έλλη Στάη φιλοξενούσε στην εκπομπή της τον μοναδικό τα τελευταία είκοσι χρόνια πραγματικό εγχώριο σατυρικό καλλιτέχνη, τον Τζίμη Πανούση. Το χιούμορ του Πανούση είναι αυτοσαρκαστικό, βλάσφημο, ανατρεπτικό, ακομπλεξάριστο, κυνικό και σουρεαλιστικό. Το τελευταίο στοιχείο είναι και το πιο σημαντικό και ίσως είναι το όριο, όπου το αστείο ξεπερνά το όριο της πλάκας και γίνεται γνήσιο χιούμορ. Έτσι λοιπόν η ώρα κυλούσε ευχάριστα, (όσο επέτρεπε ο καθωσπρεπισμός της Στάη) με πολύ γέλιο και άφθονο σουρεαλισμό. Κάποια στιγμή, ένα «απαραίτητο» διαφημιστικό διάλειμμα με έκανε να αλλάξω κανάλι. Τότε, γεμάτος έκπληξη, διαπίστωσα ότι κάπου αλλού ο σουρεαλισμός είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία.
Στο Mega και στην εκπομπή του «ΑΝΑΤΡΟΠΗ», ο Γιάννης Πρετεντέρης παρουσίαζε την τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας GPO. Σε κάποιο σημείο και αφού είχαν αναλυθεί τα συνηθισμένα συμπεράσματα (δημοφιλίες, πρόθεση ψήφου, καταλληλότητα για πρωθυπουργός), ο δημοσιογράφος, ανάφερε ένα αξιοσημείωτο στοιχείο: Η θετικές γνώμες του πρωθυπουργού στους ψηφοφόρους του ΚΚΕ ήταν κοντά στο 50%, περισσότερο από κάθε άλλο αρχηγό. Το άθροισμα των ποσοστών του Αλαβάνου και του Παπανδρέου δεν έφταναν καν αυτό του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας. Αρχικά, παρασυρμένος από την όλη ευχάριστη διάθεση, ενέταξα το γεγονός στην σουρεαλιστική ατμόσφαιρα της βραδιάς. Δυστυχώς όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, πολλοί προφανώς αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, του ασκούσανε εντονότατη κριτική για εφαρμογή δεξιών πολιτικών. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό πράγματι συνέβαινε, καθώς είναι επόμενο ότι ένα κόμμα που δέχεται να διαχειρίζεται τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, απομακρύνεται από λογικές και πρακτικές σοσιαλιστικού τύπου. Το ζητούμενο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η κριτική, αλλά ποιοι την έκαναν αυτή την κριτική. Συνεχώς επί πολλά χρόνια, βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Παπαθεμελής, ο Αρσένης και ο Κεδίκογλου, αγωνιούσαν για τη χαμένη αριστερή ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ. Αυτή τη στιγμή ο πρώτος είναι βουλευτής της ΝΔ, ο δεύτερος θεωρείται προνομιακός συνομιλητής του Πρωθυπουργού (υπήρχαν μάλιστα δημοσιεύματα ότι θα αναλάμβανε και υπουργός στον πρόσφατο ανασχηματισμό) και ο γιος του τρίτου είναι επίσης βουλευτής της συμπολίτευσης. Το ότι οι ίδιοι βρήκαν, έστω και στα πολιτικά τους στερνά, το δρόμο τους, δε σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνανε απαραίτητα δεξιοί.
Στην περίπτωση όμως του ΚΚΕ, η λογική όχι απλά παραμερίζεται, αλλά κακοποιείται βάναυσα. Διαχρονικά, όποιος πολιτικός σχηματισμός βρίσκεται στο χώρο της κεντροαριστεράς, υφίσταται από το ΚΚΕ μια μορφή πολιτικής λοιδορίας. Χαρακτηριστικό είναι το σύνθημα της δεκαετίας του 50 «τι Πλαστήρας τι Παπάγος» και το πιο πρόσφατο «τι ΠΑΣΟΚ τι δεξιά». Η συνθηματολογία αυτή δεν εμπόδισε το ιστορικό αυτό κόμμα να συνεργαστεί υπόγεια με την ίδια τη δεξιά στις δημοτικές εκλογές του 86, να συγκυβερνήσει μαζί της στην αλήστου μνήμης (και σουρεαλισμού βέβαια) «Κυβέρνηση Τζαννετάκη» το 89, να συνεργαστεί ανοιχτά πια στις δημοτικές του 2002 ( περίπτωση Καρδίτσας) και να θαυμάζει σήμερα τις ηγετικές ικανότητες του κ. Καραμανλή. Χαρακτηριστική είναι επίσης η αγωνία των κυβερνητικών στελεχών, μετά την πρόσφατη απόφαση για επιστράτευση των λιμενεργατών, να μη χαλάσει η καλή σχέση των δύο κομμάτων.
Οι επιλογές κάθε κόμματος είναι φυσικά δικός του λογαριασμός. Εμείς κρίνοντάς τες, μπορούμε απλά να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα. Τα στελέχη του ΚΚΕ λοιπόν, δεν είναι σε θέση πια να θεωρούνται οι αυθεντικοί εκπρόσωποι της αριστεράς στη χώρα μας. Η έννοια «αριστερά», από τη στιγμή που διαμορφώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, εκτός των άλλων, εμπεριέχει τις παραμέτρους της αυτοκριτικής, της προόδου και του νεωτερισμού. Ένα κόμμα που τα θεωρεί την αυτοκριτική προδοσία και απορρίπτει ασυζητητί κάθε τι το καινούργιο, δεν ξέρω που ανήκει, αλλά αριστερό δεν είναι. Αλήθεια, ποια ήταν η θέση του ΚΚΕ σε ιδεολογικής και κοινωνικής φύσης ζητήματα, όπως η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η καύση των νεκρών, η συμβίωση των ομοφυλόφιλων και η κατάργηση των παρελάσεων; Άκρα του τάφου σιωπή σε θέματα που αποτελούν προνομιακό πεδίο για ένα προοδευτικό κόμμα. Ο τελευταίος έρωτας με τον Πρωθυπουργό και ο σχηματισμός μιας ιδιότυπης Καραμανλικής «αριστεροδεξιάς» αποδεικνύει ότι τελικά δεν είναι ο γιαλός που είναι στραβός. Δυστυχώς, το ιστορικότερο κόμμα της χώρας μετατράπηκε από κόμμα ιδεολογίας σε κόμμα αντίδρασης και βαθιάς συντήρησης.
Υ.Γ. Το παραπάνω άρθρο είναι αφιερωμένο στη μνήμα του κομμουνιστή παππού μου Αχιλλέα Οικονόμου, που πέθανε σαν χθες πριν 12 χρόνια. Τα παραμύθια του δεν είχαν δράκους, μάγισσες και φαντάσματα, αλλά ιστορίες από το αντάρτικο, τον εμφύλιο και την πολύχρονη εξορία του. Για αυτό ίσως ο ήχος της απομυθοποίησης είναι καμιά φορά εκκωφαντικός.

ΟΜΟΡΦΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Παρακολουθώντας κανείς την επικαιρότητα (κυρίως από τον γραπτό τύπο, όπου η καταγραφή της δεν έχει έντονα χαρακτηριστικά θεάματος) μπορεί να αλιεύσει ειδήσεις που αφορούν κοινωνικές συμπεριφορές και είναι αναπάντεχα αισιόδοξες. Αυτή τη στιγμή παγκόσμια, υπάρχουν εκατοντάδες μη κυβερνητικές εθελοντικές οργανώσεις που αγωνίζονται ενάντια στη φτώχια, στην πείνα, στην αρρώστια, στην περιθωριοποίηση, στον πόνο και στην κάθε είδους εκμετάλλευση. Τα συχνά θετικά αποτελέσματα της δράσης τους, μας δίνουν μια χειροπιαστή ελπίδα της αισθητικής και πνευματικής προόδου της ανθρωπότητας. Αντίθετα, υπάρχουν άλλες συμπεριφορές, που μας δίνουν την αίσθηση της επιστροφής στο μεσαίωνα. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και η πρόσφατη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Ευόσμου στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την οποία αναστέλλεται η δημιουργία ξενώνα φιλοξενίας πρώην ασθενών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης.
Η είδηση είναι πράγματι σοκαριστική. Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια μιας προσπάθειας ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, εφαρμόζεται το πρόγραμμα «ΨΥΧΑΡΓΩ» που έχει ως στόχο την κοινωνική επανένταξη πρώην ασθενών ψυχιατρικών κλινικών. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν πανελλαδικά 112 ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα, όπου φιλοξενούνται περίπου 800 άτομα. Το «ΨΥΧΑΡΓΩ» είναι ένα φιλόδοξο μεν πρόγραμμα, που απαιτεί όμως τεράστια οικονομική ενίσχυση, τη συνδρομή και τη βοήθεια εθελοντών και η αποτελεσματικότητά του αμφισβητείται έντονα από πολλούς ψυχιάτρους.
Σκοπός μας βέβαια δεν είναι η ανάλυση του προγράμματος, αλλά η κριτική της αντίδρασης των κατοίκων του Δήμου Ευόσμου. Οι πολίτες αυτοί λοιπόν, μόλις άκουσαν για τη δημιουργία του ξενώνα αντέδρασαν έντονα, δυναμικά, πρωτόγονα και κυρίως φασιστικά. Χαρακτηριστικό είναι το πλάνο των ειδήσεων, όπου συμπολίτης τους λιντσάρεται και τελικά πετάγεται κλοτσηδόν έξω από τη συνεδρίαση, διότι είχε το θράσος (άκουσον) να ψελλίσει αντίθετη με αυτούς άποψη. Βρισκόμενοι σε ωκεανούς άγνοιας και πνιγμένοι από τις ενστικτώδεις μικροαστικές φοβίες τους, στερούν από υγιείς πλέον συνανθρώπους τους το δικαίωμα στην ελπίδα, το δικαίωμα στη ζωή. Ως δικαιολογία, αναφέρουν τη μόνιμη σε παρόμοιες περιπτώσεις επωδό, ότι ανησυχούν για τα παιδιά τους. Σε αυτό το σημείο συμφωνώ μαζί τους και τους συμπαρίσταμαι ολόψυχα: και εγώ ανησυχώ για όποιο παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που του διδάσκουν το μίσος, την απανθρωπιά, τη βία και το φασισμό.
Μια άλλη διάσταση της είδησης που προσωπικά με στενοχωρεί ιδιαίτερα είναι ότι ένα ακόμη τέτοιο γεγονός συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη αυτή, πολλοί από εμάς, ζήσαμε, σπουδάζοντας, τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μας. Οι ατέλειωτες ομορφιές της, οι σπάνιες γεύσεις της, οι αμέτρητες μουσικές της σκηνές, τα ξακουστά καφέ της και κυρίως αυτό το ορμητικό ποτάμι των νέων ανθρώπων που την κατακλύζει καθημερινά, σε κάνουν γρήγορα να την αγαπήσεις. Τα τελευταία όμως χρόνια, η πόλη βρίσκεται σε πολιτιστική νηνεμία και σε βαθιά πολιτική παρακμή. Το ξεκίνημα αυτής της παρακμής εντοπίζεται στη αρχή της δεκαετίας του 90, όπου εμφανίστηκε το Μακεδονικό ζήτημα. Μεγάλο μέρος της ένοιωσε απειλούμενο, με αποτέλεσμα το ξύπνημα φόβων, εθνικισμών, εσωστρέφεια και συντηρητισμό. Περιστατικά όπως ο Ο.Κ.Α.Ν.Α. που δε βρίσκει στέγη, το κάψιμο βιβλίων, οι αντιδράσεις στο «ΨΥΧΑΡΓΩ», οι απίθανοι τύποι που εμφανίζονται στα κανάλια της και προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι Έλληνες είναι εξωγήινοι, το βρίσιμο αλλοδαπών σημαιοφόρων και το σχεδόν 10% του Καρατζαφέρη, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Η πόλη που καμάρωνε τα άξια μουσικά της τέκνα, όπως ο Σαββόπουλος, ο Παπάζογλου, οι Τρύπες, ο Ζερβουδάκης, ο Μάλαμας, τα Ξύλινα Σπαθιά, η Κανά , η Καλημέρη, οι Άγαμοι Θύται, τώρα θαυμάζει τον τηλεοπτικό της νομάρχη να προσπαθεί να πετάξει το μεγαλύτερο χαρταετό των Βαλκανίων. Τελικά, ο αετός έπεσε στο κεφάλι του νομάρχη, όπως μάλλον θα πέσει, αν συνεχιστούν τέτοια φαινόμενα, το μέλλον στο κεφάλι της Θεσσαλονίκης. Και δε θα φταίει ούτε το αθηνοκεντρικό κράτος, ούτε βέβαια ο θρύλος και ο Πειραιάς.

"ΖΗΤΩ" ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΡΑΧΑΣΙ

Ο αγώνας δικαιώθηκε! Η καρδιά μας πήγε στη θέση της! Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη! Το Βραχάσι είναι πια ελεύθερο, αυτόνομο, απαλλαγμένο από τα δεσμά του Δήμου Νεαπόλεως, στον οποίο ανήκε! Για όσους δεν γνωρίζουν σχετικά, (δεν είναι και απαραίτητο άλλωστε) το Βραχάσι είναι ένα πανέμορφο ιστορικό χωριό, αμφιθεατρικά χτισμένο στη νότια πλευρά του βουνού Ανάβλοχος στο νομό Λασιθίου. Όταν λοιπόν εφαρμόστηκε το «Σχέδιο Καποδίστριας» για τη συνένωση των δήμων και κοινοτήτων, το Βραχάσι εντάχθηκε στο Δήμο Νεαπόλεως. Στο γεγονός αυτό, αντέδρασαν εντονότατα οι κάτοικοι, με δυναμικές κινητοποιήσεις και μπροστάρη το γνωστό καθηγητή κ. Κώστα Ζουράρι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο καθηγητής συνέχισε τον αγώνα, (μέχρι και απεργία πείνας έκανε) και τελικά πριν από λίγες μέρες ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Παυλόπουλος με νόμο κατέστησε το χωριό αυτόνομο. Η απόφαση αυτή δεν εντάχθηκε σε ένα προγραμματισμένο πλαίσιο αλλαγών στο «Σχέδιο Καποδίστριας», αλλά αποτέλεσε ένα σκανδαλώδες προσωπικό ρουσφέτι του κ. Υπουργού προς τον κ. Ζουράρι. Επιπλέον, για ξεκάρφωμα, δύο άλλα χωριά, η Τσαριτσάνη και τα Ζωνιανά, ευεργετήθηκαν εξίσου.
Το ότι το «Σχέδιο Καποδίστριας» αδίκησε πολλές παλιές κοινότητες και χρησιμοποιήθηκε σε κάποιες περιπτώσεις για την εξυπηρέτηση τοπικών παραγόντων και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ο καιρός όμως πέρασε, οι αρχικές αντιδράσεις ξεθύμαναν, οι δήμοι σιγά σιγά απέκτησαν έναν σταθερό βηματισμό και ήδη είμαστε προ των πυλών των τρίτων εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση με την υπάρχουσα νομοθεσία. Η κίνηση αυτή του Υπουργού, το μόνο που ουσιαστικά κατάφερε είναι η αναμόχλευση των παλιών παθών και το ξύπνημα διαφόρων τοπικιστικών ακροτήτων. Ήδη σε πολλές περιοχές της χώρας έχουν ξεκινήσει εκ νέου αντιδράσεις και μάλιστα με χαρακτήρα ιδιαίτερα δυναμικό. Στο Νέο Μαρμαρά της Χαλκιδικής έχουν καεί αυτοκίνητα και χωριά της Κρήτης ξεκίνησαν βεντέτες με τα διπλανά τους. Το λιγότερο για το οποίο θα μπορούσε να μιλήσει κανείς είναι για πολιτική επιπολαιότητα, αλλά από τον εμπνευστή του εθνικού στραπάτσου του βασικού μετόχου, ας μην έχουμε και πολλές απαιτήσεις.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στην περίπτωση αυτή, που είναι πολιτικά απαράδεκτη και επικίνδυνη: η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα της πίεσης κάποιων οργανωμένων φορέων ή πολιτικών παραγόντων, αλλά όπως ήδη αναφέραμε, ένα προσωπικό ρουσφέτι. Ο κ. Ζουράρις είναι καθηγητής πολιτειολογίας, συγγραφέας και εκδότης της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία». Πολιτικά, δεν πρέπει να ξέρει ούτε ο ίδιος που ανήκει, καθώς στις εκλογές του 2000 ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ, ενώ στις νομαρχιακές εκλογές του 2002 υποψήφιος νομάρχης Λασιθίου, υποστηριζόμενος από τη Ν.Δ. Ιδεολογικά, είναι θιασώτης ενός απίστευτου μίγματος μαρξισμού, νέο-ορθοδοξίας, αρχαιολατρίας και εθνικισμού. Στο ευρύ κοινό όμως, περισσότερο γνωστός είναι ως θαμώνας των τηλεοπτικών παραθύρων, όπου καλείται να πει τη γνώμη του επί παντός επιστητού. Δυστυχώς, απ’ότι φαίνεται, αυτή η τελευταία ιδιότητά του είναι που έπεισε τον υπουργό να του κάνει το χατίρι. Ως τηλεοπτικός καλεσμένος ο κ. Ζουράρις συνήθως αδιαφορεί για τους συνομιλητές του, πολλές φορές τους προσβάλλει και επιχειρηματολογεί χρησιμοποιώντας εννοιολογικές πομφόλυγες με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε πιο πάνω. Σημασία όμως δεν έχει τι λες, αλλά «να τα λες» και τελικά η δύναμη μιας τηλεοπτικής περσόνας που «τα χώνει» είναι πιο ισχυρή από άλλους θεσμικούς παράγοντες. Αλήθεια, πώς να αισθάνονται όλοι αυτοί οι κυβερνητικοί βουλευτές, που περιμένουν μήνες να συναντηθούν με κάποιον υπουργό, ή να προωθηθούν κάποια αιτήματά τους, βλέποντας μια τέτοια προνομιακή μεταχείριση;
O Υπουργός λοιπόν, με την απόφαση αυτή, σημειολογικά, επιβραβεύει τα τηλεοπτικά κανάλια που αντικατέστησαν τις ειδήσεις με καφενειακού επιπέδου συζητήσεις, κλείνει το μάτι στους πολιτικούς που στη θέση του επιχειρήματος προτάσσουν το ύψωμα της φωνής και τη λαϊκίστικη ρητορική και τέλος δικαιώνει τον ανεπανάληπτο Τζίμη Πανούση, που κάποτε σοφά επισήμανε πως «είμαστε ελεύθεροι με περιοριστικούς φόρους σε τηλεοπτικές φυλακές υψίστης αφελείας».