Tuesday, May 09, 2006

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


Είναι μάλλον ψέμα, ότι το Λύκειο δε σου δίνει τα απαραίτητα εφόδια για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από νωρίς συνηθίζουμε να διαβάζουμε για τις εξετάσεις με βάση τα λεγόμενα «SOS», πράγμα που κάνει πολύ πιο εύκολη αργότερα τη φοιτητική μας ζωή. Έτσι, κάποια χρονιά και συγκεκριμένα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, τα δύο «SOS» ποιήματα για τις προαγωγικές εξετάσεις του Ιουνίου, ήταν το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη και «Οι Μοιραίοι» του Βάρναλη. Μετά από τόσα χρόνια έχω την εντύπωση, ότι κάποιοι από τους παλιούς μου συμμαθητές πιστεύουν ότι αυτά είναι τα μόνα ελληνικά ποιήματα, εκτός βέβαια από τον Εθνικό Ύμνο. Και τα δύο ποιήματα είναι από τα αγαπημένα μου. Το αίσθημα της αναίτιας προσμονής που αποπνέει το πρώτο και η απελπισία μπροστά στην αναμονή του θαύματος για καλύτερη ζωή, που εν τέλει δεν έρχεται, του δεύτερου, είναι ανεπανάληπτα.
Οι θεωρητικοί της ποίησης λένε ότι αυτή μπορεί να επηρεάσει τον αναγνώστη. Αυτό ακούγεται λογικό. Αυτό που ίσως δε θα περιμέναμε, είναι τα δυο προαναφερθέντα ποιήματα να έχουν επηρεάσει τόσο βαθιά την πολιτική ζωή των Τρικάλων.
Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, σε κάθε κυβερνητικό ανασχηματισμό, στα Τρίκαλα επαναλαμβάνεται σαν φυσικό φαινόμενο η ίδια πάντα ιστορία: οι τοπικοί υποψήφιοι υφυπουργοί και υπουργοί διοχετεύουν στον τύπο την αισιοδοξία τους, δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι και θαρραλέοι από καιρό και αναμένουν τη δικαίωση. Δυστυχώς, το story ποτέ δεν έχει happy end. Από τα χείλη του εκάστοτε κυβερνητικού εκπροσώπου δεν ακούγεται ποτέ κάποιο οικείο όνομα και η φράση «είναι μια απόφαση του Πρωθυπουργού και πρέπει να τη σεβαστούμε» τείνει να γίνει το απαραίτητο συνοδευτικό της έννοιας «Τρικαλινός Κυβερνητικός Βουλευτής».
Είναι πράγματι τόσο απαραίτητο για έναν νομό να έχει εκπροσώπους στην κυβέρνηση; Εξαρτάται. Υπάρχουν νομοί που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία στο έπακρο, (Φλώρινα επί Λιάνη, Καρδίτσα επί Αναγνωστόπουλου) και άλλοι όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι πιο αδικημένοι από όλους αισθάνονται οι Θεσσαλονικείς, που και πολλούς υπουργούς είχαν, (Τσοχατζόπουλος, Βενιζέλος) και ο σημερινός Πρωθυπουργός επί χρόνια εκλεγόταν εκεί. Ένας νομός λοιπόν, χρειάζεται πιο πολύ από τους υπουργούς του, κάτι σημαντικότερο: Στόχους.
Για το νομό Τρικάλων, τι περίπου έχουμε στο μυαλό μας; Θέλουμε ανάπτυξη τουριστική, αγροτική, βιομηχανική, εμπορική, κάποια από όλα αυτά, τι περισσότερο και τι λιγότερο; Πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε μαξιμαλιστικούς στόχους, όπως η Ε-65, ή σε μικρότερους και ίσως πιο προσιτούς; Αυτά και άλλα ερωτήματα πρέπει να αναδυθούν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των νομαρχιακών εκλογών. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει τα δύο κόμματα εξουσίας να καταλήξουν έγκαιρα στους υποψήφιούς τους.
Στο ΠΑΣΟΚ, η εσωστρέφεια που αφορά το Δήμο Τρικκαίων, αν συνεχιστεί για πολύ, μοιραία θα έχει αρνητικό αντίκτυπο και στις νομαρχιακές εκλογές. Όταν η συζήτηση αναλώνεται για καιρό στα πρόσωπα, η πολιτική αναστέλλεται ή καταργείται. Τα ίδια τα πρόσωπα φθείρονται, συμμετέχουν σε ψυχοφθόρες εσωκομματικές συγκρούσεις και ο προγραμματικός λόγος θα είναι ίσως βιαστικός και πιθανώς επιφανειακός. Η ΝΔ από την άλλη, θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει για νομάρχη κάποιον που η σκέψη του, όπως αφήνει σαφέστατα να εννοηθεί, βρίσκεται στο κοινοβούλιο και όχι στο κακόγουστο κτήριο της οδού Τσιτσάνη. Ο επόμενος νομάρχης πρέπει να έχει έντονα αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά, σαφές σχέδιο και προοπτική οχταετίας. Το να περιμένουμε σαν τους καβαφικούς ήρωες στην «αγορά συναθροισμένοι» να γίνει μάταια κάποιος συμπατριώτης μας υπουργός, είναι ίσως γραφικό. Το να προσμένουμε όμως «μοιραίοι και άβουλοι» το αναπτυξιακό μας θαύμα, είναι μιζέρια. Και η μιζέρια δεν μας ταιριάζει.
ΤΟ ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ


Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ πριν κάποια χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όταν, φοιτητής ακόμη, αποφάσισα να παρακολουθήσω στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» την παρουσίαση του καινούργιου τότε βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη, «Μν». Δυστυχώς, επειδή τα παραλιακά καφέ δικαιώνουν πλήρως τις θεωρίες περί της σχετικότητας του χρόνου, έφτασα αρκετά καθυστερημένα. Το θέαμα που αντίκρισα έξω από το χώρο της παρουσίασης, θα ταίριαζε γάντι με την εποχή, καθώς σε λίγες μέρες έρχονται οι αποκριές: μαυροντυμένες γυναίκες, ηλικιωμένοι με στολή μακεδονομάχου, κοντοκουρεμένοι νεαροί και βουλευτές, που αργότερα γίνανε νομάρχες, διαδηλώνανε με κεντρικό σύνθημα «έξω αλήτη απ’ τη Θεσσαλονίκη». Επειδή το κρύο ήταν τσουχτερό, κάποιοι ανάψανε και μια ωραία φωτιά, με καύσιμη ύλη το προς παρουσίαση βιβλίο. Με προσποιητή αφέλεια ρώτησα κάποιον από το πλήθος τι συμβαίνει. « Ο Ανδρουλάκης βρίζει το Χριστό», μου απάντησε.. Και στο ερώτημα τι ακριβώς γράφει η απάντηση ήταν: «σιγά να μη διάβασα αυτό το σίχαμα».
Αν στην Ελλάδα τα πράγματα παίρνουν, ως συνήθως, κωμικοτραγικές διαστάσεις, αλλού η κατάσταση είναι τραγική. Όπως είναι γνωστό, σε διάφορες μουσουλμανικές χώρες υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις με αφορμή τη δημοσίευση ορισμένων σκίτσων του Μωάμεθ από τη δανέζικη εφημερίδα “Jyllands-Posten”. Δυστυχώς, οι αντιδράσεις αυτές δεν έχουν μείνει στο επίπεδο των διαμαρτυριών και των ειρηνικών διαδηλώσεων, αλλά έχουν στοιχίσει ως τώρα τη ζωή 11 ανθρώπων στο Αφγανιστάν και ενός καθολικού ιερέα στην Τουρκία από τις σφαίρες 16χρονου φανατικού. Η κατάσταση είναι έκρυθμη και μετά βίας ελέγχεται από τις κυβερνήσεις. Το ερώτημα που τίθεται σχεδόν πάντα σε παρόμοιες καταστάσεις σύγκρουσης, είναι εάν πρόκειται για έναν μεγάλο πόλεμο πολιτισμών. Είναι έτσι τα πράγματα;
Αν υπήρχε ένας ακριβής ορισμός της έννοιας «πολιτισμός», αναμφίβολα θα εμπεριείχε τον παράγοντα της γνώσης. Υπάρχει λοιπόν αυτή η γνώση στη προκειμένη περίπτωση; Κατά πάσα πιθανότητα όχι.
Τα κεντρικά συνθήματα των διαδηλώσεων, όπως αυτά μεταδίδονται από τα ΜΜΕ, είναι: «Ζήτω το Ισλάμ! Καταστρέψτε τη Δανία! Καταστρέψτε το Ισραήλ! Καταστρέψτε τον Μπους! Καταστρέψτε την Αμερική!». Φαίνεται λοιπόν καθαρά, ότι η αντίδραση των διαδηλωτών δεν επικεντρώνεται στο γεγονός της δημοσίευσης των σκίτσων, αλλά επεκτείνεται στους συνήθεις υπόπτους κάθε φορά ( ΗΠΑ και Ισραήλ). Παρασυρμένοι από τα (δικαιολογημένα κάποιες φορές) αντιδυτικά στερεότυπα, θολωμένοι από μίσος, αναμασούν την ίδια συνθηματολογία, ανεξαρτήτου αιτίας. Άλλωστε, πόσοι από αυτούς έχουν δει τα «καταραμένα σκίτσα»; Η άγνοια λοιπόν, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η αντιδυτική ρητορική των καθεστώτων που τους κυβερνούν, οδηγούν με ασφάλεια στο μίσος και στο φανατισμό.
Στην Ευρώπη, τη θέση του φανατισμού παίρνουν πολλές φορές ο ρατσισμός και η αλαζονεία. Ας θεωρήσουμε ότι τα σκίτσα καλώς δημοσιεύτηκαν, αφού αυτό επιβάλλει και η ελευθερία της έκφρασης του καθενός μας. Η Μουσουλμανική θρησκεία όμως απαγορεύει όλες τις απεικονίσεις του Προφήτη. Αμέσως μετά τη δημοσίευση των σκίτσων στη μικρή δανέζικη εφημερίδα, οι εκπρόσωποι της Μουσουλμανικής κοινότητας στη χώρα, διαμαρτυρήθηκαν με επιστολές. Η απάντηση ήταν του στυλ «δημοσιεύω ότι θέλω». Στη συνέχεια ζήτησαν να δουν τον Πρωθυπουργό. Αυτός απαξίωσε να τους δεχθεί. Βλέπουμε πως και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε ευγένεια, ούτε διπλωματία και κανενός είδους ευελιξία. Οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίστηκαν αλαζονικά, σχεδόν ρατσιστικά. Η άγνοια του τι θα επακολουθούσε ήταν δεδομένη, αφού οι περισσότεροι Δανοί γνωρίζουν το Ισλάμ μόνο μέσα από τα ΜΜΕ.
Πρακτικές σαν την προηγούμενη συμβαίνουν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και είναι αποτέλεσμα της παρεξήγησης της έννοιας «αφομοίωση». Αφομοίωση των μεταναστών δεν σημαίνει ότι θα γίνουν σαν και μας, θα ασπαστούν τα ήθη μας, θα πιστέψουν στη θρησκεία μας και θα ακολουθήσουν τον τρόπο ζωής μας. Η άγνοια των πολιτιστικών τους χαρακτηριστικών και ο εθνοκεντρικός αυτισμός, οδηγούν στη μη κατανόηση του γεγονότος, ότι το αυτονόητο του ενός, μπορεί να είναι προσβλητικό για τον άλλον. Έτσι, είναι φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πόλεμο πολιτισμών, αλλά με έναν πόλεμο αγνοιών, φόβων και αμάθειας, ή αν θέλετε, με έναν πόλεμο απολίτιστων. Οι αλαζόνες και ρατσιστές της μιας πλευράς πολεμούν με τους φανατικούς και μισαλλόδοξους της άλλης, με θύματα την λογική, την ειρήνη και την πρόοδο. Το να καις ένα βιβλίο που δεν διάβασες, να σκοτώνεις για ένα σκίτσο που δεν είδες, να καταριέσαι μια ταινία που δεν παρακολούθησες, να μισείς και να προσβάλλεις έναν πολιτισμό που δεν γνωρίζεις, είναι πάνω από όλα βλακεία. Και δυστυχώς αυτή παραμένει ακόμη ανίκητη.

Monday, May 08, 2006

ΚΑΝ’ΤΟ ΟΠΩΣ Ο ΣΑΛΠΙΓΓΙΔΗΣ


Του Αχιλλέα Οικονόμου
Σε μια από τις προηγούμενες αγωνιστικές του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και συγκεκριμένα στο παιχνίδι μεταξύ του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης, οι οπαδοί των γηπεδούχων έβριζαν αναίτια και χυδαία τους ποδοσφαιριστές της ομάδας τους. Όταν ο σέντερ φορ του ΠΑΟΚ Σαλπιγγίδης πέτυχε γκολ, έτρεξε προς το μέρος τους και με μια χαρακτηριστική κίνηση τους κάλεσε να σωπάσουν. Οι πάντες εξεπλάγησαν. Από τότε ο ποδοσφαιριστής δέχεται απειλές από «αγανακτισμένους» οπαδούς και έντονη κριτική από ραδιόφωνα και εφημερίδες. Δεν γνωρίζω αν η καθημερινή του ζωή έγινε δυσκολότερη, ή αν έκανε καλό στην καριέρα του. Εκείνο όμως που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι έδειξε πως πρέπει να φέρεται ο αρχηγός, ο ηγέτης, που βάζει το πιστεύω του πάνω από το «θέλω» του κοινού και αντιδρά στο παράλογο της μάζας.
Αυτά με το ποδόσφαιρο. Στην εγχώρια πολιτική σκηνή υπάρχουν άραγε αυτοί οι ηγέτες που θα έκαναν κάτι αντίστοιχο; Υπάρχουν αυτοί οι αρχηγοί που θα στήριζαν τις προσωπικές τους απόψεις ακόμα και αν αυτές ήταν αντίθετες με πλειοψηφικά ή με δυναμικά μειοψηφικά ρεύματα; Που θα διαμόρφωναν τις απόψεις του συνόλου, ώστε τελικά αυτό να υιοθετήσει τις αλλαγές εκείνες που θα μας οδηγούσαν κάποια βήματα μπροστά; Επειδή δεν έχουμε τη δυνατότητα να αναζητήσουμε διεξοδικά τους κατά Ανδρουλάκη «αλχημιστές», θα περιοριστούμε στην κριτική των δύο πυλώνων του δικομματικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, τον Πρωθυπουργό και τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Ο Πρωθυπουργός προεκλογικά πολιτεύτηκε εξαπολύοντας κορόνες κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, υποσχόμενος ένα είδος διακυβέρνησης που θα στηρίζονταν στην ηθική. Μετά την μεγάλη του νίκη της 7ης Μαρτίου συνέχισε ακριβώς στο ίδιο μοτίβο. Οι πρώτες του συμβουλές προς τα κυβερνητικά πλέον στελέχη είχαν να κάνουν με κανόνες καλής συμπεριφοράς, που συνοψίστηκαν στη ανεκδοτολογικού περιεχομένου πια φράση «σεμνά και ταπεινά». Η πολιτική όμως απουσίαζε και απουσιάζει εντελώς. Ποιο είναι το προσωπικό του στίγμα σχετικά με τους κρίσιμους τομείς της πολιτικής; Ποιος γνωρίζει τις απόψεις του για την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, την παιδεία και την υγεία; Ποιο είναι το όραμα του για την σύγχρονη Ελλάδα και με ποιες πολιτικές το στηρίζει; Μάλλον χάθηκε και αυτό (αν υπήρχε ποτέ) μαζί με τα καμιά πενηνταριά στελέχη που ερμήνεψαν κατά το δοκούν τις ηθικοπλαστικές αυτές συμβουλές. Η παραπάνω πρακτική, αποτέλεσμα της άσκησης πολιτικής αφού μελετηθούν πρώτα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, είναι φανερά διαχειριστική. Τα πολιτικά ηγετικά χαρακτηριστικά απουσιάζουν, με αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση στασιμότητα και συνήθως οπισθοδρόμηση.
H περίπτωση του Γ.Α. Παπανδρέου είναι διαφορετική. Αν και τα ηγετικά του χαρακτηριστικά δεν είναι ακόμη σαφώς διαμορφωμένα, οι θέσεις του σε μεγάλο μέρος των τομέων άσκησης πολιτικής είναι από καιρό γνωστές. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δε δίστασε να αγνοήσει τα πρόσκαιρα πλειοψηφικά ρεύματα, όπως με τις σταθερές απόψεις του για το σχέδιο Ανάν, το χωρισμό κράτους εκκλησίας την μεταναστευτική πολιτική και την ανανέωση του ΠΑΣΟΚ. Οι δημοσκοπήσεις όμως, που δεν φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, έχουν φέρει τον ίδιο σε μια κατάσταση αμηχανίας. Έτσι, φαίνεται πολλές φορές να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα πράγματι καινοτόμα και προοδευτικά πιστεύω του και σε κατεστημένες δήθεν αριστερές και παλαιοκομματικές αντιλήψεις που μεγάλη μερίδα του ΠΑΣΟΚ αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει, αν και αυτές ήταν ήδη παρωχημένες και στην εποχή Σημίτη. Το στοίχημά του είναι να πάρει από το χέρι το ΠΑΣΟΚ πηγαίνοντας το μπροστά χωρίς οπισθοδρομήσεις αλλά και χωρίς αποκλεισμούς. Οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο Σημίτης στο ξεκίνημα της πρωθυπουργίας του δεν είχε μαζί του σχεδόν κανένα από τα παραδοσιακά στελέχη. Μια άτολμη και διαχειριστική αντιμετώπιση της εσωκομματικής μουρμούρας απλώς θα καπελώσει κάθε ουσιαστική προσπάθεια ανανέωσης. Όταν το πολιτικό στίγμα είναι εμφανές και με καινοτόμα κατεύθυνση, η δικαίωση, έστω και αργά, θα έρθει. Άλλωστε, διαχειριστές υπάρχουν πολλοί (κάθε πολυκατοικία έχει και από έναν), ηγέτες χρειαζόμαστε. Ο δρόμος σίγουρα είναι δύσκολος, αλλά ο συμπαθής Σαλπιγγίδης τον έδειξε.
Ο Αχιλλέας Οικονόμου είναι γιατρός.